- διαχείμαση
- ητο ξεχειμώνιασμα: Η διαχείμαση των κοπαδιών γίνεται στα πεδινά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαχείμαση — Υπό μία ειδική έννοια ο όρος αναφέρεται στα φυτά που κατά τη διάρκεια του χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους, πέφτουν σε λήθαργο και αναπτύσσουν ειδικά όργανα, τους κοιμώμενους οφθαλμούς, οι οποίοι, ειδικά στα υδροχαρή φυτά, κατέρχονται στον πυθμένα… … Dictionary of Greek
παραχειμάδιον — το, Μ 1. τόπος όπου παραχειμάζει κανείς, μέρος κατάλληλο για διαχείμαση, χειμαδιό 2. φρ. «καιρὸς παραχειμαδίου» η εποχή που πηγαίνουν για διαχείμαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χειμάδιον (< χειμάζω)] … Dictionary of Greek
χειμαδιό — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.) του νομού Ηλείας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (9 τ. χλμ.) και βρίσκεται BA του Πύργου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.) του νομού Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κοιλαδίου. 3.… … Dictionary of Greek
χειμασία — και ιων. τ. χειμασίη, ἡ, Α [χειμάζω] 1. διαχείμαση 2. τόπος κατάλληλος για διαχείμαση, χειμάδι 3. σφοδρή κακοκαιρία 4. (κατά τον Ησύχ.) «ζάλη, ταραχή» … Dictionary of Greek
ευχείμερος — εὐχείμερος, ον (Α) 1. (για τόπους) αυτός που έχει ήπιο χειμώνα, αυτός που παρέχει ευχάριστη και υγιεινή διαχείμαση 2. αυτός που υπομένει καλά, ευχάριστα το ψύχος, τον χειμώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χείμ ερος «χειμωνιάτικος» (< χείμα «χειμώνας»),… … Dictionary of Greek
ξεχειμώνιασμα — το [ξεχειμωνιάζω] η διαχείμαση … Dictionary of Greek
παραχείμαση — η [παραχειμάζω] διαχείμαση, ξεχειμώνιασμα … Dictionary of Greek
παραχείμασμα — το [παραχειμάζω] διαχείμαση, ξεχειμώνιασμα … Dictionary of Greek
παραχειμασία — ἡ, ΜΑ η διαχείμαση, το ξεχειμώνιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραχειμάζω, κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek
χειμάδι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.) του νομού Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλοχωρίου. * * * το / χειμάδιον ΝΜΑ τόπος προφυλαγμένος από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες τού χειμώνα, ο οποίος είναι κατάλληλος για διαχείμαση νεοελλ. (κυρίως… … Dictionary of Greek